μελαμβαθής

μελαμβαθής
μελαμ-βαθής, ές, mit schwarzer Tiefe, tief und schwarz

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μελαμβαθής — μελαμβαθής, ές (Α) αυτός που έχει μαύρο βάθος, αυτός που φαίνεται πολύ σκοτεινός λόγω τού μεγάλου βάθους του («Ἰλλυρικοῑο μελαμβαθέος ποταμοῑο», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + βαθής (< βάθος), πρβλ. αγχι βαθής] …   Dictionary of Greek

  • μελαμβαθής — darkly deep masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαμβαθῆ — μελαμβαθής darkly deep neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μελαμβαθής darkly deep masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μελαμβαθής darkly deep masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαμβαθεῖς — μελαμβαθής darkly deep masc/fem acc pl μελαμβαθής darkly deep masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελαμβαθέος — μελαμβαθής darkly deep masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κευθμών — κευθμών, ῶνος, ὁ (Α) [κεύθω] 1. κρύπτη, κρυψώνας, σπηλιά («κευθμῶνας ὀρέων», Πίνδ.) 2. ο κάτω κόσμος, ο Άδης («Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμὼν καλύπτει» τόν σκεπάζει ο βαθύς και σκοτεινός θόλος τού Ταρτάρου, ο κατασκότεινος κρυψώνας, Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

  • μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”